Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κανονιά η [kanoná] Ο24 : 1. βολή κανονιού: Έπεσε η πρώτη ~. 2. ο κρότος της βολής του κανονιού: Aκούστηκαν κανονιές. Aκούστηκε ένας θόρυβος σαν ~, πολύ δυνατός.
[κανόν(ι) 1 -ιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- κανονιά η.
-
- Βολή με κανόνι:
- κανονιές να σύρου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 50610).
[<ουσ. κανόνι (I) + κατάλ. ‑ιά. Η λ. και σήμ.]
- Βολή με κανόνι: