Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κανονάρχης ο [kanonárxis] Ο10 & κανόναρχος ο [kanónarxos] Ο20 : (εκκλ.) βοηθός ψάλτη που απαγγέλλει μελωδικά τα τροπάρια κατά στίχους πριν από τη μουσική εκτέλεση.
[ελνστ. κανονάρχης `πρωτοψάλτης΄· μσν. κανονάρχος < κανονάρχ(ης) μεταπλ. -ος]
[Λεξικό Κριαρά]
- κανονάρχης ο· κανανάρχης.
-
- 1) (Εκκλ.) κανονάρχος (βλ. ά.):
- (Βακτ. αρχιερ. 137).
- 2) (Mεταφ.) ο σύμβουλος, ο βοηθός:
- έχεις με … και κανονάρχην συν αυτοίς και χωρικόν νοτάρην (Προδρ. I 99).
[<ουσ. κανών + άρχω. Η λ. τον 5. αι. και σήμ.]
- 1) (Εκκλ.) κανονάρχος (βλ. ά.):