Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κανναβούρι το [kanavúri] Ο44 : ο σπόρος του φυτού κάνναβη, που χρησιμοποιείται ως τροφή ωδικών πτηνών που ζουν σε κλουβί. || (λαϊκ.) χασίς.
[μσν. κανναβούριν < αρχ. κάνναβ(ις) -ούρι(ον)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κανναβουριά η [kanavurjá] Ο24 : (λαϊκ.) το φυτό ινδική κάνναβη.
[κανναβούρ(ι) -ιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- κανναβούριν το.
-
- Ο σπόρος του φυτού καννάβι:
- (Προδρ. II 45).
[<ουσ. καννάβι + κατάλ. ‑ούριν. Τ. ‑ι στο Somav. και σήμ.]
- Ο σπόρος του φυτού καννάβι:
[Λεξικό Κριαρά]
- Κανναβούριος ο· Κανναβόριος.
-
- Προσωποπ. του ουσ. κανναβούριν:
- (Πωρικ. I 25).
- Προσωποπ. του ουσ. κανναβούριν: