Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καννάβι
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καννάβι το [kanávi] Ο44 : 1. ποικιλία του φυτού κάνναβη. 2. κλωστική ίνα πολύ ανθεκτική, που προέρχεται από τους βλαστούς του παραπάνω φυτού. || ίνες που χρησιμεύουν για τη στεγανοποίηση των συνδέσεων μεταλλικών σωλήνων.

[μσν. καννάβι(ν) < ελνστ. καννάβιον υποκορ. του αρχ. κάνναβις]

[Λεξικό Κριαρά]
καννάβι το· καννάβιν.
  • 1) Είδος φυτού:
    • (Νομοκ. 3886).
  • 2) Σχοινί κατασκευασμένο από ίνες κανναβιού:
    • έναν σχοινίν, έναν χοντρόν καννάβιν (Άσμα Μάλτ. 49).

[μτγν. ουσ. καννάβιον. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καννάβινος -η -ο [kanávinos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος από ίνες κάνναβης· κανναβίσιος: Kαννάβινο σκοινί.

[λόγ. < ελνστ. καννάβινος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κανναβίσιος -α -ο [kanavísxos] Ε4 : που είναι κατασκευασμένος από ίνες κάνναβης· καννάβινος.

[καννάβ(ι) -ίσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες