Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κανιβαλικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κανιβαλικός -ή -ό [kanivalikós] Ε1 : 1α. που έχει σχέση με τον κανιβαλισμό, που αναφέρεται στη φυλή των κανιβάλων· ανθρωποφαγικός: Kανιβαλικές συνήθειες. β. (μτφ.) που τον χαρακτηρίζει η αγριότητα των κανι βάλων: Kανιβαλική ωμότητα. Kανιβαλικά ένστικτα. || (ψυχαν.) Kανιβαλικές επιθυμίες. 2. (ζωολ.) που τον χαρακτηρίζει ο κανιβαλισμός: Kανιβαλικές ανεμώνες.

[λόγ. κανίβαλ(ος) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες