Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κανείς, αντων.· κανεί· κανένας· κανενείς· κιανείς· κιανένας· γεν. αρσ. κανενός· κανενού· κανού· κανούν· κιανενός· αιτιατ. αρσ. κανά· κανείν(ε)· θηλ. καμία· καμιά· κιαμιά· γεν. θηλ. καμίας· καμιάς· καμιανής· ουδ. κανέν· κανένα(ν)· κιανένα(ν).
-
- 1) (Με άρν.) κανένας, ούτε ένας:
- κανείς ουδέν τον ηύρεν (Ιμπ. 661).
- 2) Κάποιος, ένας:
- (Ερωτόκρ. Α´ 995).
- 3) Καθένας, όποιος, οποιοσδήποτε:
- Χρειά ’ναι κιανείς να πολεμά (Χορτάτσης, Ελευθ. Ιερουσ. Γ´ 95).
- Εκφρ.
- 1) Εις καιρόν κιανένα = κάποτε:
- (Ερωτόκρ. Α´ 11).
- 2) Καμιά βολά = κάποτε:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3708).
- 3) Καμιά ή κιαμιά φορά = κάποτε:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 56713), (Πανώρ. Β´ 365).
- 4) Καμία + αριθμητ. = περίπου:
- (Χρον, Μορ. P 5099).
- 5) Με κιανένα τρόπο = καθόλου:
- (Φορτουν. Β´ 36).
[<συνεκφ. καν είς (μτγν., L‑S, λ. καν 3, Soph., λ. καν). Οι τ. κια‑ και κιανένας και σήμ. κρητ. Ο τ. κανένας και η λ. στο Meursius (‑ής) και σήμ.]
- 1) (Με άρν.) κανένας, ούτε ένας: