Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κανδήλα η· καντήλα.
-
- Είδος λυχνίας, σκεύος φωτιστικό:
- εκρέμασεν εκεί κανδήλα αργυρή (Ιστ. πατρ. 2023).
- Η λ. ως τοπων.:
- (Χρον. Τόκκων 777).
[μτγν. ουσ. κανδήλη. Ο τ. και σήμ.]
- Είδος λυχνίας, σκεύος φωτιστικό:
[Λεξικό Κριαρά]
- κανδηλάπτης ο.
-
- (Εκκλ.) ο επιφορτισμένος με το άναμμα και τη συντήρηση των καντηλιών, το κάλεσμα των πιστών στην εκκλησία, κτλ., νεωκόρος:
- Καίεται και κανδήλιον … και πλύνει το κατά καιρόν αυτός ο κανδηλάπτης (Παϊσ., Ιστ. Σινά 714).
[μτγν. ουσ. κανδηλάπτης. Τ. ‑φτης σήμ. ποντ.]
- (Εκκλ.) ο επιφορτισμένος με το άναμμα και τη συντήρηση των καντηλιών, το κάλεσμα των πιστών στην εκκλησία, κτλ., νεωκόρος: