Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καναπεδάκι το [kanapeδáki] Ο44α : κομματάκι βουτυρωμένου ψωμιού ή άγλυκου μπισκότου γαρνιρισμένο με ορεκτικά.
[καναπεδ- (καναπές) υποκορ. -άκι < γαλλ. canapé (από την αναλογία της χρήσης για τοποθέτηση επάνω του)]