Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κανακεύω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κανακεύω [kanakévo] -ομαι Ρ5.2 : (οικ.) 1. φροντίζω κπ., κυρίως παιδί, με πολλή τρυφερότητα, με χάδια και με γλυκά λόγια. 2. δείχνω μεγάλη υποχωρητικότητα, χαϊδεύω.

[μσν. κανακεύω < κανάκ(ια) -εύω]

[Λεξικό Κριαρά]
κανακεύω.
  • 1) Ανατρέφω με αγάπη και χάδια, με πολλές περιποιήσεις:
    • παιδιά κανακεμένα (Σκλάβ. 29).
  • 2) Περιποιούμαι, καλοπιάνω:
    • και ως μητέρες τα παιδιά ούτως τους κανακεύουν (Κορων., Μπούας 52).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = αγαπημένος, χαϊδεμένος:
    • ο ανήρ ο τρυφερός εις εσέν και ο κανακεμένος (Πεντ. Δευτ. XXVIII 54).

[<ουσ. κανάκι + κατάλ. εύω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες