Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κανακάρης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κανακάρης ο [kanakáris] Ο11 θηλ. κανακάρισσα [kanakárisa] Ο27α : για παιδί που είναι πολύ χαϊδεμένο, που του ικανοποιούν όλες τις επιθυμίες και του προσφέρουν όλες τις δυνατές ανέσεις, συνήθ. ειρωνικά για κακομαθημένο παιδί: Aγόρι μου, κανακάρη μου. Φοβάται μην κουραστεί ο ~ της.

[κανάκ(ια) -άρης· κανακάρ(ης) -ισσα]

[Λεξικό Κριαρά]
κανακάρης, επίθ.· θηλ. κανακαρά.
  • Χαϊδεμένος, αγαπημένος:
    • ο γιος ο κανακάρης (Ερωτόκρ. Β´ 165
    • κανακαρά κι αφέντρα μου (Φορτουν. Γ´ 483).
  • Το αρσ. ως ουσ. = ο αγαπημένος γιος, ο μεγαλωμένος με πολλές περιποιήσεις και χάδια:
    • Ξύπνησε, κανακάρη μου, κι εγώ ’μαι που σε κράζω (Θυσ. 483).

[<ουσ. κανάκι + κατάλ. άρης. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες