Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κανέλα η [kanéla] Ο25α : αποξηραμένος φλοιός εξωτικού δέντρου, συνήθ. σε μορφή σκόνης, που έχει χρώμα καφέ ανοιχτό, πολύ ωραίο άρωμα και έντονη γεύση και που χρησιμοποιείται ως καρύκευμα στη μαγειρική και στη ζαχαροπλαστική: Mασούρι κανέλας, κυλινδρικό κομμάτι φλοιού. Mπισκότα κανέλας, αρωματισμένα με κανέλα. (έκφρ.) μόσχος* και ~. ΦΡ από την Πόλη* έρχομαι και στην κορφή ~.
[μσν. κανέλα αντδ. < ιταλ. cannella < υστλατ. cannella υποκορ. του λατ. canna `καλάμι΄ < ελνστ. κάννη (δες λ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κανέλα η.
-
- Κανέλα:
- (Πεντ. Έξ. XXX 23).
[<ιταλ. cannella. Η λ. στο Meursius (‑λλα) και σήμ.]
- Κανέλα: