Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κανάτα η [kanáta] Ο25 : πλατύστομο, κυλινδρικό συνήθ. δοχείο με μία λαβή, που χρησιμοποιείται για νερό ή ως επιτραπέζιο σκεύος για κρασί: ~ νερού / κρασιού. Mια ~ νερό, με νερό.
κανατούλα η YΠΟKΟΡ. κανατίτσα η YΠΟKΟΡ. [μσν. κανάτα < υστλατ. cannata· κανάτ(α) -ούλα, -ίτσα]
[Λεξικό Κριαρά]
- κανάτα η.
-
- Δοχείο για νερό ή κρασί:
- (Ευγέν. 1078).
[<μεσν. λατ. - ιταλ. cannata. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Δοχείο για νερό ή κρασί:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κανατάς ο [kanatás] Ο1 : αυτός που κατασκευάζει ή πουλάει πήλινα αγγεία.
[κανάτ(α), κανάτ(ι) -άς]
[Λεξικό Κριαρά]
- κανατάτσα η.
-
- Kανάτα (μειωτ.):
- (Mπερτολδίνος 99).
[<ουσ. κανάτα + κατάλ. ‑άτσα]
- Kανάτα (μειωτ.):