Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κανάλι το [kanáli] Ο44 : 1. τεχνητό αυλάκι που είναι κατάλληλο για τη μεταφορά νερού από έναν τόπο σε άλλο, για άρδευση, αποστράγγιση κτλ.· διώρυγα. || φυσική ή τεχνητή δίοδος σε θάλασσα, ποταμό κτλ., κατάλληλη για τη ναυσιπλοΐα· δίαυλος
11: Tα κανάλια της Bενετίας. 2. δίαυλος 12. α. συσκευή ή κύκλωμα μέσο του οποίου μεταδίδονται ραδιοτηλεοπτικά σήματα από τον πομπό στο δέκτη: Tηλεοπτικό ~, ζώνη συχνότητας που καταλαμβάνει ένας πομπός τηλεοράσεως για την εκπομπή των σημάτων εικόνας και ήχου: Kρατικό / ιδιωτικό / δορυφορικό ~, σταθμός τηλεοράσεως. β. (πληροφ.) όργανο που συνδέει την κεντρική μονάδα με τα περιφερειακά. 3α. (μτφ.) τρόπος επικοινωνίας, πρόσβασης ή διοχέτευσης πληροφοριών· δίαυλος 13: Φήμες που περνούν μέσα από τα κανάλια της παραπληροφόρησης. Πρέπει να βρεθεί ένα ~ επικοινωνίας ανάμεσα στη νέα και στην ώριμη γενιά. Kανάλια που οδηγούν στην κατάληψη της εξουσίας. β. οργανωμένος τρόπος ζωής με βάση κάποιο πρότυπο, συνήθ. περιοριστικό, δεσμευτικό: Όταν μπεις στο ~ της καθημερινότητας δύσκο λα ξεφεύγεις. [1: μσν. κανάλι(ν) < ελνστ. κανάλιον υποκορ. του κανάλης < λατ. canalis· 2, 3: λόγ. σημδ. γαλλ. canal & αγγλ. channel, πληθ. channels (< λατ. canalis)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κανάλι(ν) το· κανάλλιν.
-
- Θαλάσσιο πέρασμα:
- να περιπλεύσουσιν εκ τα στενά κανάλια (Χρον. Τόκκων 389).
[παλαιότ. ουσ. κανάλιον (4. αι., Lampe· παπυρ., L‑S Suppl.) <λατ. canalis. Η λ. (‑ι) στο Meursius (‑η) και σήμ.]
- Θαλάσσιο πέρασμα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καναλιζάρισμα το [kanalizárizma] Ο49 : η ενέργεια του καναλιζάρω: Άμεσος στόχος των κομμάτων είναι το ~ των εργατικών διεκδικήσεων.
[καναλιζαρισ- (καναλιζάρω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καναλιζάρω [kanalizáro] -ομαι Ρ6 : στη σύγχρονη πολιτική γλώσσα, κατευθύνω κπ. ή κτ. σε έναν προκαθορισμένο τρόπο ενέργειας ή συμπεριφοράς: Προσπαθούν να καναλιζάρουν το φοιτητικό / το εργατικό κίνημα.
[γαλλ. canalis(er) -άρω]