Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κανάλα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κανάλα η.
  • Mεγάλος οχετός:
    • με κουντούτα, ήγουν κανάλες, να φέρουν το νερόν (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 244r).

[<ουσ. κανάλι + κατάλ. α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες