Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κανάκεμα το [kanákema] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κανακεύω. || (πληθ.) χάδια.
[μσν. κανάκεμα < κανακεύ(ω) -μα με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]
[Λεξικό Κριαρά]
- κανάκεμα το.
-
- Περιποίηση, χάδια:
- (Ριμ. κόρ. 726).
[<κανακεύω + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Περιποίηση, χάδια: