Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καμώνομαι [kamónome] Ρ1β : (λαϊκότρ.) προσποιούμαι, υποκρίνομαι· κάνω πως
ή παριστάνω τον
: Kαμώθηκε πως δεν άκουσε. Kαμώνεται τον άρρωστο / τον αθώο. || (έκφρ.) να καμωθείς, για να εκφράσουμε τη δυσαρέσκεια ή την αγανάκτησή μας, όταν κάποιος μας ρωτάει, τι να κάνει. (ειρ.) τι κάνεις; -~, βρίσκομαι σε κακή κατάσταση.
[μσν. καμώνω, -ομαι < συνοπτ. θ. καμ- (κάμνω δες στο κάνω) -ώνω]