Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καμφορά η [kamforá] Ο24 & κάμφορα η [kámfora] Ο27 : κρυσταλλική ουσία, λευκή, ημιδιαφανής και πτητική, που αναδίδει μια χαρακτηριστική, έντονη οσμή και που χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική και για την προστασία των μάλλινων υφασμάτων από το σκόρο.
[κάμφορα: ιταλ. canfora (από τα αραβ., πρβ. μσν. κάφορα)· καμφορά: μσν. καφουρά < αραβ. kāfūr -ά με επίδρ. του τ. κάμφορα]
[Λεξικό Κριαρά]
- καμφορά η· κάμφουρα.
-
– Βλ. και καφούριν.
- Αρωματική ουσία που παράγεται από το καμφορόδενδρο:
- (Διγ. Z 2805).
[<μεσν. λατ. camphora <αραβ. kāfūr. Η λ. τον 9. αι. (Soph.) και σήμ.]
- Αρωματική ουσία που παράγεται από το καμφορόδενδρο: