Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καμπυλώνω [kambilóno] -ομαι Ρ1 : δίνω σε κτ. καμπύλο σχήμα. || (παθ.) σχηματίζω καμπύλη.
[λόγ. καμπυλ(ώ) -ώνω ενεργ. < ελνστ. καμπυλοῦμαι]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. καμπυλ(ώ) -ώνω ενεργ. < ελνστ. καμπυλοῦμαι]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |