Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καμπυλόγραμμος -η -ο [kambilóγramos] Ε5 : 1. (γεωμ.) για σχήμα ή επιφάνεια που σχηματίζεται από καμπύλες γραμμές. || Kαμπυλόγραμμη κίνηση, που ακολουθεί καμπύλη γραμμή. || (ως ουσ.) το καμπυλόγραμμο, όργανο που χρησιμοποιείται για τη σχεδίαση καμπυλών, του οποίου το περίγραμμα σχηματίζει καμπυλότητες με ποικίλο εύρος· καμπυλογράφος. 2. χαρακτηρισμός γυναίκας που το σώμα της σχηματίζει πλούσιες καμπύλες.
[μσν.(;) καμπυλόγραμμος < καμπύλ(ος) -ο- + γραμμ(ή) -ος]