Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καμπούρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καμπούρα η [kambúra] Ο25 : 1α. το κύρτωμα της ράχης ή του θώρακα, που δημιουργείται από παραμόρφωση της σπονδυλικής στήλης, καθώς και το εξόγκωμα που σχηματίζεται. || προσωρινό κύρτωμα της ράχης που σχηματίζεται από την κακή στάση του σώματος: Mη σκύβεις, γιατί κάνεις ~. β. κύρτωμα που μοιάζει με καμπούρα: H μύτη του έχει μια μεγάλη ~, είναι καμπουρωτή. Ο δρόμος κάνει μια ~. γ. η πλάτη στη ΦΡ στην ~ μου, για κπ. ή για κτ. που με επιβαρύνει, με ενοχλεί: Tον έχει στην ~ του / του κάθισε στην ~ τόσα χρόνια, τον συντηρεί και γενικά έχει την ευθύνη του. Tα έξοδα έπεσαν στην ~ μου, πρέπει να τα πληρώσω εγώ. Δε θα σε πάρω στην ~ μου, για να δηλώσουμε ότι η φιλοξενία κάποιου προσώπου δε θα μας κουράσει. Έχει πολλά χρόνια στην ~ του, είναι μεγάλος σε ηλικία. Έχει πολλά στην ~ του, κατηγορείται για πολλά ή έχει πολλές ευθύνες. 2. ο ύβος, η καμπούρα της καμήλας. καμπουρίτσα η YΠΟKΟΡ 1. μικρή καμπούρα ή καμπούρα μικρού παιδιού. 2. για μικρή κύρτωση: H μύτη του κάνει ~. Πενάκι ~, είδος πένας καμπουρωτής.

[καμπούρ(ης) -α· καμπούρ(α) -ίτσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες