Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καμποτζιανός -ή -ό [kabodzianós] Ε1 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στην Kαμπότζη ή στους κατοίκους της ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Kαμποτζιανή κυβέρνηση / πρωτεύουσα. 2. (ως ουσ.) ο Kαμποτζιανός, θηλ. Kαμποτζιανή, ο κάτοικος της Kαμπότζης. || (ως επίθ.): Kαμποτζιανοί διπλωμάτες.
[λόγ. Kαμπότζ(η) -ιανός < γαλλ. Cambodg(e) -η (από γλ. της περιοχής)]