Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καμπινές ο [kabinés] Ο13 & καμπινέ το [kabiné] Ο (άκλ.) : αποχωρητήριο, τουαλέτα. 1. ειδικός χώρος όπου υπάρχει η λεκάνη για την ικανοποίηση των σωματικών αναγκών των ανθρώπων: Tο διαμέρισμα έχει ένα λουτροκαμπινέ και ένα δεύτερο καμπινέ. 2. λεκάνη του αποχωρητηρίου: Tούρκικος ~.
καμπινεδάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < γαλλ. cabinet & προσθήκη -ς για προσαρμ. στο μορφολ. σύστημα της δημοτ.]