Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καμπαρντίνα η [kabardína] & γκαμπαρντίνα η [gabardína] Ο25 : 1. είδος ελαφρού πανωφοριού από αδιάβροχο ύφασμα: Aντρική / γυναικεία ~. 2. είδος μάλλινου ή βαμβακερού υφάσματος με λεία επιφάνεια και με ύφανση που σχηματίζει διαγώνιες γραμμές: Παντελόνι από ~. || (ως επίθ.): Φούστα ~, από καμπαρντίνα.
[γαλλ. gabardin(e) -α και αποηχηροπ. [g > k] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: γκαμήλα - καμήλα]