Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καμπανιστός, επίθ.
-
- Zυγισμένος· «μετρημένος», λιγοστός:
- ψωμίν καμπανιστόν (Γεωργηλ., Bελ. Λ 104), (Σπανός A 345).
[<καμπανίζω]
- Zυγισμένος· «μετρημένος», λιγοστός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καμπανιστός -ή -ό [kambanistós] Ε1 : χαρακτηρισμός μεταλλικού ήχου καθαρού και ηχηρού: Kαμπανιστή φωνή. Kαμπανιστό γέλιο.
καμπανιστά ΕΠIΡΡ. [μσν. καμπανιστός < καμπανισ- (καμπανίζω) -τός]