Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καμπανίζω [kambanízo] Ρ2.1α : (οικ.) 1. χτυπώ σαν καμπάνα: Οι φωνές των παιδιών καμπανίζουν στα αυτιά μας. 2. υπαινίσσομαι κτ. δυσάρεστο γι΄ αυτόν που το ακούει.
[μσν. καμπανίζω < καμπάν(α) 1 -ίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- καμπανίζω.
-
- Zυγίζω:
- στο ζύγι να καμπανιστού (Eρωτόκρ. Δ´ 1352).
[<ουσ. καμπανός + κατάλ. ‑ίζω. H λ. τον 6. αι. και σήμ. ιδιωμ.]
- Zυγίζω: