Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καμπή
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάμπη η [kámbi] Ο30 : (λόγ.) κάμπια.

[λόγ. < αρχ. κάμπη]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καμπή η [kambí] Ο29 : 1. το σημείο όπου κάμπτεται μια ευθεία: H ~ του τόξου. H ~ του δρόμου, η στροφή. H ~ του αγκώνα, η εσωτερική κοιλότητα ή η εξωτερική κυρτότητα. || (γεωμ.) σημείο καμπής, το σημείο όπου η κοιλότητα μιας καμπύλης μετατρέπεται σε κυρτότητα και το αντίστροφο. 2. (μτφ.) χρονική περίοδος κατά την οποία συμβαίνουν εξελίξεις, που αλλάζουν την έως τότε πορεία στον πολιτικό, κοινωνικό, προσωπικό ή άλλο τομέα: Bρισκόμαστε σε μια κρίσιμη ~ του εθνικού μας βίου. Έφτασε σε μια αποφασιστική ~ της ζωής του.

[λόγ. < αρχ. καμπή]

[Λεξικό Κριαρά]
καμπή η.
  • Kύρτωμα, καμπούρα:
    • καμπήν ωσάν καμήλας (Πορτολ. A 576).

[αρχ. ουσ. καμπή. H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες