Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καμουφλάρω [kamufláro] -ομαι Ρ6 : χρησιμοποιώ καμουφλάζ για να καλύψω κτ. ή κπ., ώστε να μην είναι ορατός ή να μη γίνεται αντιληπτή η πραγματική του ταυτότητα: Οι στρατιώτες προχωρούσαν καμουφλαρισμένοι με κλαριά δέντρων. ~ ένα άρμα / ένα κτίριο. || (επέκτ.) αποκρύπτω ή συγκαλύπτω κτ. με διάφορα μέσα ή τεχνάσματα: Προσπαθεί να καμουφλάρει τη φαλάκρα του / την ταραχή του / τις ιδιοτελείς προθέσεις του. H υπεροψία του είναι στην πραγματικότητα καμουφλαρισμένη ανασφάλεια.
[γαλλ. camoufl(er) -άρω]