Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καμουφλάζ το [kamufláz] Ο (άκλ.) : 1. εξωτερική μεταμόρφωση, παραλλαγή αντικειμένου ή προσώπου, έτσι ώστε να προσαρμοστεί από την άποψη του σχήματος ή του χρώματος στο περιβάλλον του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί κάποιος, κυρίως ο εχθρός σε περίοδο πολέμου, να το διακρίνει ή να το αναγνωρίσει. || (επέκτ.) απόκρυψη της πραγματικής κατάστασης με διάφορα τεχνάσματα. 2. τα υλικά, οι τρόποι που χρησιμοποιούνται για το καμουφλάζ.
[λόγ. < γαλλ. camouflage]