Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καμιόνι το [kamnóni] Ο44 : μεγάλο φορτηγό αυτοκίνητο με ανοιχτή ή με κλειστή καρότσα, ανατρεπόμενη ή όχι: Στρατιωτικό ~.
[γαλλ. camion -ι κατά το αμάξι]