Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καμινευτήρας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καμινευτήρας ο [kamineftíras] Ο2 : καμινευτικός αυλός· φυσητήρας.

[λόγ. < ελνστ. καμινευτήρ, αιτ. -ῆρα `εργάτης σε καμίνι, σιδεράς΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες