Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καμινάρης ο [kamináris] Ο11 : (οικ.) αυτός που δουλεύει σε καμίνι· καμι νευτής.
[μσν. καμινάρης < καμίν(ι) -άρης]
[Λεξικό Κριαρά]
- καμινάρης ο.
-
- Aυτός που ανάβει το καμίνι (του λουτρού):
- (Kαλλίμ. 350).
[<ουσ. καμινάριος (επιγρ., L‑S Suppl.) <ουσ. καμίνιον + κατάλ. ‑άριος. H λ. στο Somav.]
- Aυτός που ανάβει το καμίνι (του λουτρού):