Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καμινάδα η [kamináδa] Ο26 : χτιστός ή μεταλλικός αγωγός που χρησιμεύει για τη διοχέτευση και την έξοδο του καπνού, ο οποίος παράγεται στο χώρο της καύσης κάποιου υλικού, και για την εξασφάλιση του απαραίτητου για την καύση αέρα· καπνοδόχος: Δεν τραβάει / καπνίζει η ~. H ~ του τζακιού. || το εξωτερικό τμήμα του παραπάνω αγωγού που προεξέχει από τη στέγη.
[αντδ. < βεν. caminada < υστλατ. caminata < ελνστ. κάμινος `καπνοδόχος για ζέσταμα δωματίου΄, αρχ. σημ.: `καμίνι΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- καμινάδα η.
-
- Kαπνοδόχος:
- (Πανώρ. A´ 291).
[<βεν. caminada. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]
- Kαπνοδόχος: