Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καμηλό το [kamiló] Ο (άκλ.) : χοντρό, μαλακό ύφασμα από τρίχα καμήλας. || ύφασμα από μαλλί γίδας ή προβάτου σε χρώμα ανοιχτό ή σκούρο μπεζ. || (ως επίθ.): ~ παλτό / κουβέρτα, από καμηλό.
[λόγ. < γαλλ. camelot (από τα αραβ.) με επίδρ. της λ. καμήλα]
[Λεξικό Κριαρά]
- καμηλογόμαρον το.
-
- Φορτίο που μπορεί να μεταφέρει μια καμήλα:
- (Aσσίζ. 24424).
[<ουσ. καμήλα + γομάριν. H λ. στο Du Cange (λ. καμήλα)]
- Φορτίο που μπορεί να μεταφέρει μια καμήλα:
[Λεξικό Κριαρά]
- καμηλόγομον το.
-
- Φορτίο που μπορεί να μεταφέρει μια καμήλα:
- (Aσσίζ. 4962).
[<ουσ. καμήλα + γόμος. Η λ. στο Du Cange (‑γόμος, λ. καμήλα)]
- Φορτίο που μπορεί να μεταφέρει μια καμήλα:
[Λεξικό Κριαρά]
- καμηλοειδώς, επίρρ.
-
- Mε μνησικακία καμήλας:
- έως τέλους ζωής καμηλοειδώς διέκειτο (Ψευδο-Σφρ. 22832).
[<επίθ. *καμηλοειδής (πβ. μτγν. καμηλώδης, L‑S)]
- Mε μνησικακία καμήλας:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καμηλοπάρδαλη η [kamilopárδali] Ο33 : μεγαλόσωμο μηρυκαστικό της Aφρικής με πολύ μακρύ λαιμό και ψηλά πόδια, με σχετικά μικρό κεφάλι που έχει μικρά κέρατα, και με κιτρινωπό δέρμα που έχει καφετιές κηλίδες.
[λόγ. < ελνστ. καμηλοπάρδαλ(ις) -η]
[Λεξικό Κριαρά]
- καμηλοπερπατάρης, επίθ.
-
- Που βαδίζει σαν την καμήλα:
- (Πουλολ. 23).
[<ουσ. καμήλα + περπατώ + κατάλ. ‑άρης]
- Που βαδίζει σαν την καμήλα:
[Λεξικό Κριαρά]
- καμηλόραχος, επίθ.
-
- Που έχει ράχη όμοια με της καμήλας, καμπούρης:
- την γραίαν την καμηλόραχον (Σπανός A 289).
[<ουσ. καμήλα + ράχη]
- Που έχει ράχη όμοια με της καμήλας, καμπούρης:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κάμηλος η [kámilos] Ο36 : (λόγ.) καμήλα. (απαρχ.) ΦΡ διυλίζει* τον κώνωπα και καταπίνει την κάμηλον.
[λόγ. < αρχ. κάμηλος]