Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καμηλιέρης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καμηλιέρης ο [kamiléris] Ο11 θηλ. καμηλιέρισσα [kamilérisa] Ο27α : αυτός που οδηγεί καμήλα ή καραβάνι με καμήλες.

[μσν. καμηλιέρης < καμήλ(α) -ιέρης (πρβ. ελνστ. καμηλάριοςκαμηλιέρ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες