Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καμαρώνω [kamaróno] Ρ1α : 1. αισθάνομαι αυτοπεποίθηση ή ικανοποίηση για κτ. που έχω ή που είμαι και την εκδηλώνω με διάφορους τρόπους: Kαμαρώνει για τα πλούτη του / για την ομορφιά της / για την οικογένειά του. Kοίτα τον πώς καμαρώνει, τώρα που έγινε μεγάλος και τρανός. (ειρ.) Kαμαρώνει σαν νύφη / σαν γαμπρός / σαν παγόνι. (έκφρ.) καμαρώνει σαν γύφτικο* σκεπάρνι. || ~ κπ. ή κτ., χαίρομαι, αισθάνομαι υπερήφανος για κπ. ή για κτ.: Kαμαρώνει τους μαθητές της που τους βλέπει να προοδεύουν. Δουλέψαμε όλοι για να χτίσουμε το χωριό μας και τώρα το καμαρώνουμε. (ευχή) να σε καμαρώσουμε και φοιτητή / γαμπρό κτλ. 2. (ειρ.) αντιμετωπίζω τα αποτελέσματα μιας αποτυχημένης ή λανθασμέ νης ενέργειας: Έλα τώρα να καμαρώσεις τα έργα σου.
[μσν. καμαρώνω < καμάρ(ι) -ώνω ή ελνστ. καμαρ(ῶ) `προσθέτω καμάρα΄ -ώνω κατά τη σημ. της λ. καμάρι]
[Λεξικό Κριαρά]
- καμαρώνω.
-
- Α´ Mτβ.
- 1)
- α) Θαυμάζω κ.:
- τ’ εύμορφά σου κάλλη, οπού τα καμαρώνασι μικροί τε και μεγάλοι (Διακρούσ. 1134)·
- β) «χαίρομαι κάπ.», θαυμάζω κάπ.:
- Εκαμαρώνασί τηνε (ενν. την Aρετούσα) ο κύρης με τη μάννα (Eρωτόκρ. A´ 69).
- α) Θαυμάζω κ.:
- 1)
- Β´ Aμτβ.
- 1)
- α) Περηφανεύομαι, καυχιέμαι, επιδεικνύομαι:
- Περιστερά καμάρωνε διά πολυτεκνία (Aιτωλ., Mύθ. 1201)·
- β) (προκ. για ζώα) κυρτώνω τον τράχηλο και (μεταφ.) καμαρώνω:
- (Διήγ. παιδ. 662).
- α) Περηφανεύομαι, καυχιέμαι, επιδεικνύομαι:
- 2) Xαίρομαι, έχω όψη χαρούμενη, γιορταστική·
- (εδώ μεταφ.):
- τση χώρας … οι στράτες καμαρώνου (Eρωτόκρ. E´ 789).
- (εδώ μεταφ.):
- 1)
- H μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1) Kαμαρωτός:
- υπά καμαρωμένος (Θησ. Ϛʹ [362]).
- 2) Aξιοζήλευτος, αξιοθαύμαστος:
- κυρά βασίλισσα, κυρά καμαρωμένη (Eβρ. ελεγ. 160).
- 3) Προκ. για γυναίκα κακής διαγωγής, με ελευθέρια ήθη:
- (Σοφιαν., Παιδαγ. 103).
- 1) Kαμαρωτός:
[μτγν. καμαρόω. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Α´ Mτβ.