Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καμαρότος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καμαρότος ο [kamarótos] Ο18, Ο18α : θαλαμηπόλος, καμαριέρης σε πλοίο.

[βεν. camaroto ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες