Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καμαριέρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
καμαριέρα η.
  • Yπηρέτρια:
    • (Mπερτολδίνος 136).

[<βεν. camariera. Τ. καμε‑ στο Somav. H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες