Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καμαρίνι το [kamaríni] Ο44 : καθένα από τα μικρά δωμάτια που βρίσκονται στα παρασκήνια των θεάτρων και όπου οι ηθοποιοί ντύνονται με τα ρούχα του ρόλου και ξεκουράζονται στα διαλείμματα: Πήγε και τη βρήκε στο ~ της.
[αντδ. < βεν. camarin -ι υποκορ. της λ. camara (δες κάμαρα)]