Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καμαρίλα η [kamaríla] Ο25α : (μειωτ., πολ.) ομάδα ατόμων που περιβάλλουν ένα ισχυρό πρόσωπο, συνήθ. τον αρχηγό του κράτους, και που το επηρεάζουν αποφασιστικά με παρασκηνιακές ενέργειες, κατά κανόνα αντίθετες προς τα λαϊκά συμφέροντα.
[αντδ. < ιταλ. camarilla < ισπαν. camarilla υποκορ. του camara `μικρό δωμάτιο όπου συνωμοτούσαν οι σύμβουλοι του βασιλιά΄ (δες στο κάμαρα)]