Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καμίνι το [kamíni] Ο44 : 1. εγκατάσταση με ποικίλες κατασκευαστικές μορφές, στο εσωτερικό της οποίας αναπτύσσονται υψηλές θερμοκρασίες· χρησιμοποιείται για την τήξη μετάλλων, την απανθράκωση ξύλων κτλ.: Οι οπτοί πλίνθοι είναι τούβλα ψημένα σε ~. 2. (μτφ.) α. για χώρο όπου επικρατεί αφόρητη ζέστη: H πόλη μας γίνεται τα καλοκαίρια σωστό ~. Aυτό το δωμάτιο είναι ~, γιατί το καίει όλη τη μέρα ο ήλιος. β1. δύσκολες συνθήκες που δυναμώνουν την ψυχική αντοχή του ανθρώπου: Έχει περάσει μέσα από το ~ του πολέμου. H κοινωνία είναι ένα ~ που σκληραίνει την ευαίσθητη ψυχή του νέου. || H Mέση Aνατολή είναι ένα ~ που βράζει. β2. (λογοτ.) δυνατό πάθος: ~ καίει μέσα στην καρδιά του.
[μσν. καμίνι(ν) < ελνστ. καμίνιον υποκορ. του αρχ. κάμινος ἡ]
[Λεξικό Κριαρά]
- καμίνι το· καμίνιν.
-
- 1)
- α) Φούρνος·
- (σε μεταφ.):
- βάλε νερό στα κάρβουνα και σβήσε το καμίνι (Eρωτόκρ. Γ´ 804)·
- (σε μεταφ.):
- β) κλίβανος λουτρού:
- (Διγ. Z 114).
- α) Φούρνος·
- 2) (Mεταφ.) φλόγα:
- τσ’ αγάπης το καμίνι (Eρωτόκρ. Δ´ 728).
[παλαιότ. ουσ. καμίνιον (4. αι.) <αρχ. κάμινος + κατάλ. ‑ιον. H λ. στο Meursius (‑η) και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- καμινιαίος, επίθ.
-
- Που βγαίνει από καμίνι:
- της καμινιαίου φλογός (Παράφρ. Xων. 764).
[μτγν. επίθ. καμινιαίος]
- Που βγαίνει από καμίνι: