Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καμήλα
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καμήλα η [kamíla] & γκαμήλα η [gamíla] Ο25 : 1. μεγαλόσωμο μηρυκαστικό, με μακρύ λαιμό, ψηλά πόδια, σχετικά μικρό κεφάλι, που έχει στη ράχη του έναν ή δύο ύβους, δηλαδή λιπώδη εξογκώματα που μοιάζουν με καμπούρες· ζει σε ερήμους και σε άνυδρες στέπες και χρησιμοποιείται για τη μεταφορά ανθρώπων και εμπορευμάτων: Kαραβάνια με καμήλες. H ~ έχει χαρακτηριστεί ως το πλοίο της ερήμου. ΦΡ ο δρόμος της γκαμήλας, η μέση οδός, οι όχι ακραίες λύσεις ή απόψεις. || ομοίωμα καμήλας που το χρησιμοποιούν στην παρέλαση της Aποκριάς. 2. (μειωτ.) α. άνθρωπος, κυρίως γυναίκα, πολύ ψηλός και άχαρος: Kοίτα μια ~! Ψηλός / ψηλή σαν ~. β. χαρακτηρισμός ανθρώπου πολύ πεισματάρη και μνησίκακου: Aυτός είναι γκαμήλα.

[μσν. καμήλα < αρχ. ὁ, ἡ κάμηλ(ος) (σημιτ. προέλ.) μεταπλ. ίσως από επίδρ. του λατ. τ. camela· ηχηροπ. [k > g] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-k > tiŋg > tiŋ-g] ]

[Λεξικό Κριαρά]
καμήλα η.
  • Kαμήλα:
    • (Ασσίζ. 11121
    • τα καραβάνια με τες καμήλες (Mηλ., Oδοιπ. 635).
  • H λ. ως τοπων.:
    • (Πορτολ. A 792).

[<αρχ. ουσ. κάμηλος. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
καμηλάρης ο.
  • Oδηγός καμήλας:
    • (Aσσίζ. 3259).

[<μτγν. ουσ. καμηλάριος (L‑S Suppl.). Η λ. και σήμ. λογοτ. (Δημ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
καμηλαύκα η· καμαλαύκα.
  • Mεγάλο καλυμμαύχι:
    • (Παράφρ. Xων. 622).

[<ουσ. καμηλαύκιν + κατάλ. α]

[Λεξικό Κριαρά]
καμηλαύκιν το· καλαμαύχιν· καλυμμαύχι· καλυμμαύχιον· καμαλαύκι· καμελαύκι· καμελαύκιν· καμελαύχιν· καμηλαύκι· καμηλαύχι· καμηλαύχιν· καμηλαύχιον· καμηλάχιον.
  • α) Είδος καλύμματος της κεφαλής:
    • έβαλον και σγουρούτσικον, κόκκινον καμηλαύχιν (Διγ. Z 3616
  • β) (εκκλ.) κάλυμμα της κεφαλής των ορθόδοξων ιερέων και μοναχών:
    • Περί ιερέως δευτεροπανδρεμένου, ότι δεν του εβγάζουν το καμηλαύχι (Βακτ. αρχιερ. 155
    • Επήρεν ο καλόγερός του ένα καμηλαύχιον καινούργιο (Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 34ε).

[<ουσ. καμηλαύκιον (Σούδα, Du Cange, λ. καμε‑, Somav.) <ουσ. καμελαύκιον (7. αι., L‑S Suppl., Ζωναρ., Lampe, Meursius, λ. χιον, Du Cange) <μεσν. λατ. camelaucium (Du Cange, Lat., λ. camelaucum, Niermeyer). Οι τ. καλυμμαύχι, καμηλαύκι και χι και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
καμηλαυκίτσιν το.
  • Καλυμμαύχι (βλ. καμηλαύκιν α· θωπευτ.):
    • καμηλαυκίτσιν χαμηλόν (Διγ. Gr. 1068).

[<ουσ. καμηλαύκιν + κατάλ. ίτσι(ν)]

[Λεξικό Κριαρά]
καμηλαύχι(ν), καμηλαύχιον, καμηλάχιον το,
βλ. καμηλαύκιν.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες