Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καμέλια η [kaméla] Ο25α & [kamélia] Ο27 : θαμνώδες καλλωπιστικό φυτό. || το άνθος του παραπάνω φυτού: Λευκές / ροζ / κόκκινες καμέλιες.
[λόγ. < νλατ. camelia ή μέσω του ιταλ. camelia < ανθρωπων. Kamel (Ιησουίτης που το περιέγραψε) -ia = -ια]