Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καμέα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καμέα η [kaméa] Ο25 & καμέο το [kaméo] Ο39 : σκληρός ημιπολύτιμος λίθος με ανάγλυφη παράσταση, ιδίως προσώπου.

[λόγ. < μσνλατ. camaea (ενν. pietra)· ιταλ. cameo]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες