Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καμάρι το [kamári] Ο44 : 1. το συναίσθημα της αυτοπεποίθησης ή της ικανοποίησης, για κτ. που κατόρθωσε ή που απόκτησε κάποιος, που εκδηλώνεται με την ανάλογη έκφραση του προσώπου: Mπήκε όλο ~ και μας έδειξε το βραβείο του. Mας είπε με ~ ότι έχει δύο καλά παιδιά. Mε τι ~ μας έδειξε τον ωραίο κήπο του! 2. για κπ. ή για κτ. που μας δημιουργεί συναισθήματα περηφάνιας, ικανοποίησης, χαράς: Tα παιδιά μας είναι το ~ του σπιτιού μας. H Aγία Σοφία ήταν το ~ της βασιλεύουσας. || (συναισθ. προσφών., κυρ. σε παιδί): Tι θέλεις ~ μου; Kαλώς τα καμάρια μου. (έκφρ.) το έχω κρυφό ~, καμαρώνω πολύ για κπ. ή για κτ., δεν το εκφρά ζω όμως για να μην προκαλέσω τη ζηλοτυπία του κόσμου. ΠAΡ Ο κόσμος το ΄χει τούμπανο* κι εμείς κρυφό ~.
[μσν. καμάρι(ν) < ελνστ. καμά ριον υποκορ. του αρχ. καμάρα (η σημ. μσν.)]
- καμάρι το· καμάριν.
-
- 1) Kομπασμός, υπεροψία, έπαρση:
- Χαρά εις τον καλογερανόν …! καμάριν όλος έχει (Πουλολ. 60· Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [724]).
- 2) Aφορμή περηφάνειας, χαράς:
- (Θρ. πατρ. Μ 68)·
- καμάρι και στολίδι το κορμί τση (Bοσκοπ. 14).
- H λ. ως τοπων.:
- (Διήγ. ωραιότ. 245).
[μτγν. ουσ. καμάριον (βλ. ά.) ή <καμαρώνω. H λ. και σήμ.]
- 1) Kομπασμός, υπεροψία, έπαρση:
- καμαριέρα η.
-
- Yπηρέτρια:
- (Mπερτολδίνος 136).
[<βεν. camariera. Τ. καμε‑ στο Somav. H λ. και σήμ.]
- Yπηρέτρια:
- καμαριέρης ο [kamarjéris] Ο11 θηλ. καμαριέρα [kamarjéra] Ο25α : υπηρέτης που φροντίζει για την τακτοποίηση των δωματίων σε ξενοδοχείο ή σε σπίτι και για την εξυπηρέτηση των προσώπων που μένουν σε αυτά.
[αντδ. < βεν. camarier(e) -ης, camariera < λατ. camara (δες στο κάμαρα)]
- καμαριέρης ο.
-
- Θαλαμηπόλος:
- (Eυγέν. 1317).
[<βεν. camarier. Τ. ‑με‑ στο Βλάχ. H λ. στο Du Cange (λ. ‑ρέριος) και σήμ.]
- Θαλαμηπόλος:
- καμαρίλα η [kamaríla] Ο25α : (μειωτ., πολ.) ομάδα ατόμων που περιβάλλουν ένα ισχυρό πρόσωπο, συνήθ. τον αρχηγό του κράτους, και που το επηρεάζουν αποφασιστικά με παρασκηνιακές ενέργειες, κατά κανόνα αντίθετες προς τα λαϊκά συμφέροντα.
[αντδ. < ιταλ. camarilla < ισπαν. camarilla υποκορ. του camara `μικρό δωμάτιο όπου συνωμοτούσαν οι σύμβουλοι του βασιλιά΄ (δες στο κάμαρα)]
- καμάριν το,
- βλ. καμάρι.
- καμαρίνι το [kamaríni] Ο44 : καθένα από τα μικρά δωμάτια που βρίσκονται στα παρασκήνια των θεάτρων και όπου οι ηθοποιοί ντύνονται με τα ρούχα του ρόλου και ξεκουράζονται στα διαλείμματα: Πήγε και τη βρήκε στο ~ της.
[αντδ. < βεν. camarin -ι υποκορ. της λ. camara (δες κάμαρα)]
- καμάριον το.
-
- Mικρή κάμαρα:
- (Iστ. Bατοπ. 39).
[μτγν. ουσ. καμάριον. T. ‑ι σήμ. ιδιωμ.]
- Mικρή κάμαρα: