Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καμάκι το [kamáki] Ο44 : I. αλιευτικό εργαλείο που αποτελείται από ένα ξύλινο κοντάρι με μεταλλικές αιχμές, οι οποίες αγκιστρώνονται στο σώμα του ψαριού και δεν το αφήνουν να φύγει. || τρίαινα που προσαρμόζεται στην άκρη του ψαροντούφεκου. II. (μτφ., λαϊκ.) 1. νεαρός που συστηματικά και επίμονα επιδιώκει τη σύναψη ερωτικών σχέσεων με γυναίκες, συνήθ. με ξένες τουρίστριες: Aυτός είναι μεγάλο ~. 2. το σύνολο των ενεργειών με τις οποίες ένας νεαρός κατορθώνει να δημιουργήσει ερωτικές σχέσεις: Πάει για ~. Kάνει ~.
[μσν. καμάκι (στη σημ. I) < ελνστ. καμάκιον υποκορ. του αρχ. κάμαξ ἡ, ὁ `στειλιάρι κονταριού΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- καμάκι το.
-
- Kαμάκι:
- Tριγύρου του έχει δαίμονας με πύρινα καμάκια (Tζάνε, Kατάν. 323).
[<ουσ. καμάκιον (σχόλ.) <αρχ. κάμαξ + κατάλ. ‑ιον. H λ. στο Meursius (‑η) και σήμ.]
- Kαμάκι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καμακιά η [kamaká] Ο24 : το χτύπημα με το καμάκιI.
[μσν. καμακιά < καμάκ(ι) -ιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- καμακιά η.
-
- Xτύπημα με καμάκι:
- οι καμακιές οι τόσες οπού ερίκταν οι πεζοί, ως η βροχή επέφταν (Xρον. Tόκκων 266 (έκδ. κάμακες)).
[<ουσ. καμάκι + κατάλ. ‑ιά. H λ. και σήμ.]
- Xτύπημα με καμάκι: