Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καλόψυχος, επίθ.
-
- Που έχει καλή ψυχή, καλοσυνάτος:
- (O γεννηθείς νεώτερος … φ. 147v).
[<επίθ. καλός + ουσ. ψυχή. H λ. στον Hσύχ. και σήμ.]
- Που έχει καλή ψυχή, καλοσυνάτος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλόψυχος -η -ο [kalópsixos] Ε5 : που έχει καλή ψυχή, που αντιμετωπίζει τους συνανθρώπους του με καλοσύνη, με επιείκεια και με προθυμία να βοηθήσει.
καλόψυχα ΕΠIΡΡ. [μσν. καλόψυχος < καλο- + ψυχ(ή) -ος (πρβ. ελνστ. καλόψυχος `εύψυχος΄)]