Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καλότυχος, επίθ.
-
- Που έχει καλή τύχη, ευτυχισμένος:
- καλότυχος είμαι οπού έχω τέτοιον υιόν (Διγ. Άνδρ. 34629).
[<επίθ. καλός + ουσ. τύχη. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Που έχει καλή τύχη, ευτυχισμένος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλότυχος -η -ο [kalótixos] Ε5 : που έχει καλή τύχη, που του συμβαίνουν γεγονότα ευχάριστα και εκπληρώνονται οι επιθυμίες του. ANT κακότυχος: Kαλότυχοι όσοι δε γνώρισαν τον πόλεμο. Nα ΄ναι καλότυχο το παιδί. (ειρ., για κάποια ατυχία): Ποιος είναι αυτός ο ~ που έχασε την περιουσία του; || Kαλότυχη πατρίδα!
[μσν. καλότυχος < καλο- + τύχ(η) -ος]