Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλόπιασμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλόπιασμα το [kalópxazma] Ο49 : 1. η ενέργεια του καλοπιάνω. 2. (συνήθ. πληθ.) λόγια κολακευτικά και φιλικά που απευθύνω σε κπ. από τον οποίο περιμένω κάποιο όφελος: Άρχισε τα καλοπιάσματα και τις γαλιφιές, για να γλιτώσει την τιμωρία.

[καλοπιασ- (καλοπιάνω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες