Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καλόκαρδος, επίθ.
-
- Που έχει «καλή καρδιά», χαρούμενος, πρόσχαρος:
- πασίχαρος, καλόκαρδος κι ελεύτερος γυρίζει (Eρωτόκρ. A´ 1543).
[<επίθ. καλός + ουσ. καρδιά. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]
- Που έχει «καλή καρδιά», χαρούμενος, πρόσχαρος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλόκαρδος -η -ο [kalókarδos] Ε5 : α. που τρέφει για τους συνανθρώπους του συναισθήματα αγάπης και συμπόνιας και που η διάθεσή του είναι συνήθ. χαρούμενη, που έχει καλή καρδιά. β. που χαρακτηρίζει τον καλόκαρδο άνθρωπο: Kαλόκαρδο βλέμμα / γέλιο.
καλόκαρδα ΕΠIΡΡ: Tον κοίταξε / του μίλησε ~. [μσν. καλόκαρδος < καλο- + καρδ(ιά) -ος]