Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καλόγερος ο,
- βλ. καλόγηρος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλόγερος 1 ο [kalójeros] Ο20 λαϊκότρ. πληθ. και καλογέροι θηλ. καλόγρια [kalóγria] Ο27 & καλογριά [kaloγriá] Ο24 : 1. αυτός που απαρνείται τα εγκόσμια, αφιερώνεται στο Θεό και ζει σύμφωνα με τους κανόνες του μοναχισμού· μοναχός: Πήγε σε μοναστήρι και έγινε ~. Φόρεσε το ράσο της καλόγριας. Είναι ντυμένη σαν καλόγρια, πολύ συντηρητικά και σεμνά. || Πηγαίνει στις καλόγριες, είναι μαθήτρια σε σχολείο που διευθύνεται από καθολικές καλόγριες. ΠAΡ Tο μοναστήρι* να ΄ν΄ καλά κι από καλογέρους! 2. (μτφ.) για κπ. που έχει αποσυρθεί από την κοινωνική ζωή, που ζει απομονωμένος: ~ έγινες και χάθηκες από τον κόσμο; Zει σαν ~. || (ειρ.) για κπ. που έμεινε ανύπαντρος και που συνήθ. αποφεύγει τις σχέσεις με τις γυναίκες.
καλογεράκι το YΠΟKΟΡ 1. νεαρός καλόγερος. 2. καλογεροπαίδι. 3. παιδί που φοράει το ράσο του καλόγερου, σε εκπλήρωση κάποιου τάματος. [μσν. καλόγερος (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. καλόγηρος `σεβαστός γέρος, ιερέας ή μοναχός΄ κατά το γέρος· καλό(γερος) + γριά· μσν. καλογρία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < καλογραία < καλό(γερος) + αρχ. γραῖα `γριά΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλόγερος 2 ο : πυώδης και επώδυνη φλεγμονή του δέρματος· δοθιήνας.
[< καλόγερος 1, επειδή ξεπροβάλλει σαν να είναι μόνος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλόγερος 3 ο : είδος φορητής κρεμάστρας που αποτελείται από ένα ψηλό, κατακόρυφο στέλεχος, επάνω στο οποίο υπάρχουν προεξοχές ή άγκιστρα για το κρέμασμα ρούχων και καπέλων.
[< καλόγερος 1, από την εικόνα των ρούχων που κρέμονται σαν ράσα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλόγερος 4 ο : είδος πουλιού· παπαδίτσα3.
[< καλόγερος 1, ίσως από μαύρο χρώμα στο κεφάλι]